- βώλος
- (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα Αλμπέρτους Μάγκνους και Κόνραντ φον Μένγκεμπεργκ.
* * *και σβώλος, ο (AM βῶλος, ο, Α συνήθως βῶλος, η)1. μικρός όγκος χώματος σε γη οργωμένη με αλέτρι ή σκαλιστήρι2. σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό3. τμήμα γης, χωράφινεοελλ.βώλοι, οι1. μικροί βώλοι από πηλό ή γυαλί2. το παιχνίδι που παίζεται με βώλους3. είδος πέτρας με σκόνη στο κέντρο της, η οποία χρησιμοποιείται ως γιατρικόαρχ.εξοχικό σπίτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το βάλλω, το βολβός κ.λπ. Ο αρχικός φθόγγος β- ανάγεται σε χειλοϋπερωικό μάλλον παρά σε χειλικό φθόγγο. Ο νεοελλ. τ. σβώλος προήλθε από το βώλος με ανάπτυξη του προθετ. σ- από τη συνεκφορά ένας βώλος, τους βώλους (πρβλ. σκόνη, σπυρί, σκύβω κ.ά.).ΠΑΡ. αρχ. βώλαξ, βωλάριον, βωλόναινεοελλ.βωλί, βωλιάζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βωλοκόποςαρχ.βωλοειδής, βωλοποιώ, βωλοτόμοςμσν.βωλοστροφώνεοελλ.βωλογυρίζω, βωλοδέρνω. (Β' συνθετικό) άβωλος, αδρόβωλος, βραχύβωλος, δύσβωλος, ερίβωλος, ερυθρόβωλος, εύβωλος, καλλίβωλος, μεγαλόβωλος, μελάμβωλος, μικρόβωλος, πολύβωλος, χορτόβωλος, χρυσόβωλος, ωλεσίβωλος].
Dictionary of Greek. 2013.